- ἀσθενέι
- ἀσθενέϊ , ἀσθενήςwithout strengthdat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσθενεῖ — ἀσθενέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀσθενέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀσθενής without strength masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσθενής without strength masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Codex Vaticanus 2061 — For the similarly named manuscript, see Codex Vaticanus. New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 048 Name Codex Vaticanus 2061 Text Acts, GE, Paul † … Wikipedia
болѣти — БОЛ|ѢТИ (324), Ю, ИТЬ гл. 1.Быть больным, хворать: нѣкто болѩ лазорь. УСт XII/XIII, 18; [Владимир] болѩше велми. въ неи же болѣзни и сконцасѩ Парем 1271, 261; ѡ оударивъшимь в бою ближ(н)ѩг... лѩжеть же на ѡдрѣ болѩ. КР 1284, 261г; впаде в… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
недоужьныи — (67) пр. 1.В знач. род. п. с. недѹгъ: аще не бѹдеть комѹ пакости недѹжьны˫а. или обычѧи огрѣбани˫а таковыхъ брашьнъ. приѥмлють же и по три чѧшѣ ѹрочьны˫а. УСт XII/XIII, 207 об.; и врачь... иже аще не съглѧдаѥ(т) вещии недужны(х)... ни настолникъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατάνοσος — κατάνοσος, ον (Μ) αυτός που ασθενεί βαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νοσος (< νόσος, ἡ), πρβλ. επί νοσος, υπό νοσος] … Dictionary of Greek
κοιλιακός — ή, ό (AM κοιλιακός, ή, όν) [κοιλία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοιλιά (α. «κοιλιακοί μύες» οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων τής κοιλιακής κοιλότητας β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῑς και κοιλιακοῑς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek
νόσανσις — νόσανσις, ἡ (Α) το να ασθενεί κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ρ. *νοσαίνω, κατά το σχήμα υγίανσις: υγιαίνω] … Dictionary of Greek
παλίννοσος — παλίννοσος, ον (Μ) αυτός που ασθενεί πάλι, που αρρωσταίνει ξανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + νόσος] … Dictionary of Greek
διαβητικός — ή, ό (ιατρ.) 1. αυτός που αναφέρεται στην αρρώστια διαβήτη: Τα κύρια διαβητικά συμπτώματα είναι η συχνουρία και η απώλεια βάρους. 2. αυτός που ασθενεί από διαβήτη: Οι διαβητικοί δεν πρέπει να τρώνε γλυκά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)